αθύρω

αθύρω
ἀθύρω (Α)
1. παίζω, διασκεδάζω
2. αστειεύομαι, παίζω
3. παίζω κάποιο όργανο
4. ψάλλω, τραγουδώ, υμνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα *dhwer
που σήμαινε «ορμώ, περιδινώ». Το ελλην. ἀθῡρω σχηματίζεται από τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας (*dhur-), με προθεματικό - (ņ), που αποτελεί επίσης μηδενισμένη μεταπτωτική βαθμίδα τού ΙΕ *en «ἐν» και επίθημα –yō. Ήτοι: *ņ-dhur-yo > *-θῦρ- > ἀθῦρω, με αντέκταση τού σε Η αρχική σημ. τής λ., σύμφωνα με την ετυμολογία αυτή, θα ήταν «ενορμώ, στριφογυρίζω», απ' όπου εξελίχθηκε στην Ελληνική στη σημ. «παίζω, ψυχαγωγούμαι» (πρβλ. και την παράλληλη εξέλιξη τού ρ. διασκεδάζω στην Ελληνική από την αρχική σημ. τού «σκορπίζω» στη σημ. τού «ψυχαγωγούμαι»). Σημειώνουμε ακόμη πως τα σύνθετα αθυρόγλωσσος*, αθυρόστομος* δεν συνδέονται ετυμολογικά προς το ἀθῦρω, αλλά προς το ἄθυρος (- + θύρα) «ο χωρίς θύρα, χωρίς φραγμό».
ΠΑΡ. ἄθυρμα, αρχ. ἄθυρσις, ἀθυρεύεσθαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀθύρω — ἄθυρος withoutdoor masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄθυρος withoutdoor masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀθύ̱ρω , ἀθύρω play pres subj act 1st sg ἀθύ̱ρω , ἀθύρω play pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθύρῳ — ἄθυρος withoutdoor masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθῦρον — ἀθύρω play pres part act masc voc sg ἀθύρω play pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθύρετε — ἀ̱θύ̱ρετε , ἀθύρω play imperf ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀθύ̱ρετε , ἀθύρω play pres imperat act 2nd pl ἀθύ̱ρετε , ἀθύρω play pres ind act 2nd pl ἀθύ̱ρετε , ἀθύρω play imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄθυρον — ἄθυρος withoutdoor masc/fem acc sg ἄθυρος withoutdoor neut nom/voc/acc sg ἄ̱θῡρον , ἀθύρω play imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἄ̱θῡρον , ἀθύρω play imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἄθῡρον , ἀθύρω play imperf ind act 3rd pl (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄθυρε — ἄθυρος withoutdoor masc/fem voc sg ἄ̱θῡρε , ἀθύρω play imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄθῡρε , ἀθύρω play pres imperat act 2nd sg ἄθῡρε , ἀθύρω play imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαθύροντα — προσαθύ̱ροντα , πρόσ ἀθύρω play pres part act neut nom/voc/acc pl προσαθύ̱ροντα , πρόσ ἀθύρω play pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθυρόντων — ἀθῡρόντων , ἀθύρω play pres part act masc/neut gen pl ἀθῡρόντων , ἀθύρω play pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθύροισιν — ἄθυρος withoutdoor masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀθύ̱ροισιν , ἀθύρω play pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) ἀθύ̱ροισιν , ἀθύρω play pres ind act 3rd pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθύροντα — ἀθύ̱ροντα , ἀθύρω play pres part act neut nom/voc/acc pl ἀθύ̱ροντα , ἀθύρω play pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”